Посвідчувати στα ελληνικά

Μετάφραση: посвідчувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικυρώνω, πιστοποιώ, βεβαιώνω, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
Посвідчувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апарати στα ελληνικά - Συσκευές, συσκευών, Devices, Όργανα, Οι συσκευές
  • гіллястий στα ελληνικά - ράμπα, διακλαδισμένη, διακλαδισμένης, διακλαδισμένα, διακλαδισμένο, διακλαδισμένες
  • душа στα ελληνικά - ψυχή, ψυχής, την ψυχή, η ψυχή, της ψυχής
  • занурюватися στα ελληνικά - κατάδυση, βουτιά, δοκάρι, κατάδυσης, καταδύσεων
Τυχαίες λέξεις
Посвідчувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικυρώνω, πιστοποιώ, βεβαιώνω, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει