Постійний στα ελληνικά
Μετάφραση: постійний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδελεχής, σταθερός, αιώνιος, συνεχής, παντοτινός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адміралтейство στα ελληνικά - ναυαρχείο, Admiralty, Ναυαρχείου, ένα ναυαρχείο, ναυαρχία
- видихатися στα ελληνικά - ισιώνω, ισοπεδώνω, πετυχημένο
- диспетчер στα ελληνικά - αποστολέας, αποστολέα, αποστολέα που, αποστολέα που έχει
- жагучий στα ελληνικά - φλογερός, παθιασμένος, φλογερά, εμπαθής, σφοδρά, καυστικός, Poignant, ...
Τυχαίες λέξεις
Постійний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδελεχής, σταθερός, αιώνιος, συνεχής, παντοτινός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Μεταφράσεις: ενδελεχής, σταθερός, αιώνιος, συνεχής, παντοτινός, διαρκής, σταθερή, σταθερά