Потерть στα ελληνικά
Μετάφραση: потерть, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπίζω, αγρότης, σπόρος χόρτου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аристократія στα ελληνικά - αριστοκρατία, αριστοκρατίας, αριστοκράτες, της αριστοκρατίας, την αριστοκρατία
- відверто στα ελληνικά - ανοιχτά, φίμωτρο, φανερά, ανοικτά, πιο ανοικτά, απροκάλυπτα
- западня στα ελληνικά - παγιδεύω, παγίδα, λουρί, το λουρί, λουριού, leash
- кивок στα ελληνικά - νεύμα, NOD, ΝΟϋ, νεύμα για
Τυχαίες λέξεις
Потерть στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπίζω, αγρότης, σπόρος χόρτου
Μεταφράσεις: σαπίζω, αγρότης, σπόρος χόρτου