Починатися στα ελληνικά

Μετάφραση: починатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκίνημα, ξεκινώ, αρχίζω, αρχή, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν
Починатися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • базікати στα ελληνικά - κουτσομπολιό, κουτσομπολεύω, κουτσομπόλης, φλυαρία, φλυαρίες, φλυαρίας, τερέτισμα, ...
  • вдатися στα ελληνικά - ηχώ, θέρετρο, λύση, θερέτρου, θέρετρου, χιονοδρομικό
  • виявити στα ελληνικά - βγάζω, ανεύρεση, επιφέρω, εύρημα, βρίσκω, αποσπώ, αποκαλύψει, ...
  • дев'ять στα ελληνικά - εννέα, εννιά, των εννέα, από εννέα
Τυχαίες λέξεις
Починатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκίνημα, ξεκινώ, αρχίζω, αρχή, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν