Αρχίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αρχίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жолобити, вирушати, початися, починати, починатися, початок, почало, начало, початку
Αρχίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρχίζω

αρχίζω συνώνυμα, αρχίζω δραστηριότητες για παιδιά 3-4 ετών, αρχίζω και τρελαίνομαι, αρχίζω πόλεμο γαρμπή, αρχίζω και τρελαίνομαι στίχοι, αρχίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αρχίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αρχέγονος στα ουκρανικά - зарядка, ґрунтовка, заливка, заливання, примітивний, найпримітивніший, примітивна
  • αρχή στα ουκρανικά - почало, походження, джерело, напад, відправлення, починатися, жолобити, ...
  • αρχαίος στα ουκρανικά - архаїчний, древній, стародавній, давній, древнє, стародавнє
  • αρχαιολογία στα ουκρανικά - археологія, археология, Географія, Підводний, Підводний світ
Τυχαίες λέξεις
Αρχίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: жолобити, вирушати, початися, починати, починатися, початок, почало, начало, початку