Поширений στα ελληνικά

Μετάφραση: поширений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνηθισμένος, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Поширений στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автор στα ελληνικά - συγγραφέας, δημιουργός, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
  • водорість στα ελληνικά - αγριόχορτο, ζιζανίων, των ζιζανίων, ζιζάνιο, ζιζανίου
  • завершити στα ελληνικά - τέλος, τερματισμός, ολόκληρος, ολοκληρώνω, περατώνω, τελειώνω, τερματίσει, ...
  • караючий στα ελληνικά - στεφάνι, τιμωρία, τιμωρώντας, τιμωρεί, την τιμωρία, τιμωρίας
Τυχαίες λέξεις
Поширений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνηθισμένος, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών