Συνηθισμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: συνηθισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звичний, рядовий, поширений, посередній, звичайний, простий, гуртовий, резерв, широковживаний, зазвичай, звичайно, завжди, правило, як правило
Συνηθισμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνηθισμένος

συνηθισμένος συνώνυμα, συνηθισμένοσ συνώνυμο, συνηθισμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνηθισμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συνηγορώ στα ουκρανικά - захищати, пропагувати, прибічник, адвокат, благати, просити, благатиме, ...
  • συνηθίζω στα ουκρανικά - привчіть, призвичаювати, призвичаїти, привчати
  • συνθέτης στα ουκρανικά - композитор
  • συνθέτω στα ουκρανικά - створювати, скомпонувати, компонувати, писати, синтезувати
Τυχαίες λέξεις
Συνηθισμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: звичний, рядовий, поширений, посередній, звичайний, простий, гуртовий, резерв, широковживаний, зазвичай, звичайно, завжди, правило, як правило