Правостворюючий στα ελληνικά
Μετάφραση: правостворюючий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γκαζόν, πελούζα, pravostvoryuyuchyy
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- висадіться στα ελληνικά - vysaditsya
- відпал στα ελληνικά - ανόπτηση, ανόπτησης, ανασύνδεση, συγκολλήσεως, ανοπτήσεως
- горіти στα ελληνικά - έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
- лівий στα ελληνικά - αριστερά, άφησε, αριστερό, αφήνεται, μείνει
Τυχαίες λέξεις
Правостворюючий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γκαζόν, πελούζα, pravostvoryuyuchyy
Μεταφράσεις: γκαζόν, πελούζα, pravostvoryuyuchyy