Привчити στα ελληνικά

Μετάφραση: привчити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδο, περίοδος, νοστιμίζω, τρένο, τραίνο, αμαξοστοιχία, σταθμό, αμαξοστοιχίας
Привчити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • доктринер στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικό, δογματικοί, δογματικούς
  • зарубіжний στα ελληνικά - εξωτερικός, ξένος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο
  • кадри στα ελληνικά - στέλεχος στρατού, στέλεχος, στελέχη, στελεχών, μόνιμο προσωπικό
  • лактації στα ελληνικά - Θηλασμός, Γαλουχία, γαλουχίας, τη γαλουχία, της γαλουχίας
Τυχαίες λέξεις
Привчити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδο, περίοδος, νοστιμίζω, τρένο, τραίνο, αμαξοστοιχία, σταθμό, αμαξοστοιχίας