Придумувати στα ελληνικά
Μετάφραση: придумувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικοδομώ, εφευρίσκω, χτίζω, κατασκευάζω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- глечик στα ελληνικά - κανάτα, κανάτας, πρόχους, σκεύος, υδρία
- знесилля στα ελληνικά - ατονία, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
- зрозуміло στα ελληνικά - φυσικά, βέβαια, βεβαίως, ασφαλώς
- котіться στα ελληνικά - kotitsya
Τυχαίες λέξεις
Придумувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικοδομώ, εφευρίσκω, χτίζω, κατασκευάζω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Μεταφράσεις: οικοδομώ, εφευρίσκω, χτίζω, κατασκευάζω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν