Примикати στα ελληνικά

Μετάφραση: примикати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδέχομαι, προσχωρήσουν, προσχωρήσει, να προσχωρήσουν, να προσχωρήσει, προσχωρούν
Примикати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виправдайтеся στα ελληνικά - απαλλάσσω, αθωώνω, vypravdaytesya
  • вогкій στα ελληνικά - υγρασία, υγρό, βρεγμένο, νωπό, υγρασίας
  • зарядка στα ελληνικά - πρωτόγονος, αρχέγονος, άσκηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
  • краги στα ελληνικά - γκέτες, κολάν, περικνήμια, leggings, κνήμης κάθε είδους
Τυχαίες λέξεις
Примикати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, προσχωρήσουν, προσχωρήσει, να προσχωρήσουν, να προσχωρήσει, προσχωρούν