Αποδέχομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: αποδέχομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згоджуватись, запозичати, приймати, примикати, погоджуватися, припускатися, запозичувати, усиновити, приймати в, брати, вживати, ухвалювати
Αποδέχομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδέχομαι

αποδέχομαι τους όρους, αποδέχομαι αντίθετα, αποδέχομαι τον εαυτό μου, αποδέχομαι συνώνυμα, αποδέχομαι αντώνυμο, αποδέχομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποδέχομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • απογυμνώνω στα ουκρανικά - оголіть, оголювати, відбирати, позбавляти, оголяти
  • αποδέκτης στα ουκρανικά - акцептант, адресат, одержувач, абонент, адресата
  • αποδίδω στα ουκρανικά - властивість, приписати, виступити, приписувати, атрибут, асигнувати, призначати, ...
  • αποδείξεις στα ουκρανικά - свідчення, очевидність, доказ, свідоцтво, посвідчення, свідоцтва
Τυχαίες λέξεις
Αποδέχομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: згоджуватись, запозичати, приймати, примикати, погоджуватися, припускатися, запозичувати, усиновити, приймати в, брати, вживати, ухвалювати