Принижувати στα ελληνικά
Μετάφραση: принижувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταπεινώνω, ξεφτιλίζω, μειώνομαι, μικραίνω, συρρικνώνομαι, εξευτελίζω, ταπεινώσει, εξευτελίζουν, εξευτελίσει, ταπεινώσουν, ταπεινώνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- віддалік στα ελληνικά - υπερόπτης, ακατάδεχτος, μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, τα πόδια, λίγο έξω
- відсортувати στα ελληνικά - τακτοποιώ, ξεδιαλέγω, είδος, τύπος, συναναστρέφομαι, ταξινομώ, Ταξινόμηση, ...
- замки στα ελληνικά - κλειδαριές, κλειδαριών, κλειδώνει, κλειδώματα, τις κλειδαριές
- механізм στα ελληνικά - μηχανή, προσαρμόζω, ταχύτητα, μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού, ο μηχανισμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Принижувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταπεινώνω, ξεφτιλίζω, μειώνομαι, μικραίνω, συρρικνώνομαι, εξευτελίζω, ταπεινώσει, εξευτελίζουν, εξευτελίσει, ταπεινώσουν, ταπεινώνει
Μεταφράσεις: ταπεινώνω, ξεφτιλίζω, μειώνομαι, μικραίνω, συρρικνώνομαι, εξευτελίζω, ταπεινώσει, εξευτελίζουν, εξευτελίσει, ταπεινώσουν, ταπεινώνει