Припустити στα ελληνικά

Μετάφραση: припустити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποπτεύομαι, παραχωρώ, υποθέτω, προτείνω, προτείνει, δείχνουν, προτείνουν, υποδηλώνουν
Припустити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відтворювати στα ελληνικά - αναπαράγουν, αναπαράγει, αναπαραχθούν, την αναπαραγωγή, αναπαράγονται
  • дисциплінарний στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
  • заснування στα ελληνικά - σύνταγμα, θεμέλια, θεμέλιο, ίδρυμα, θεμελίωση, Ιδρύματος
  • зговірливість στα ελληνικά - ευλύγιστος, υπόλογο, επιδεκτικότητά, η επιδεκτικότητά, επιδεκτικότητά του, η επιδεκτικότητά του
Τυχαίες λέξεις
Припустити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποπτεύομαι, παραχωρώ, υποθέτω, προτείνω, προτείνει, δείχνουν, προτείνουν, υποδηλώνουν