Присвоювати στα ελληνικά
Μετάφραση: присвоювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διορίζω, προσφέρω, αναθέτω, σφετερίζομαι, αποδίδω, χορηγώ, συσκέπτομαι, κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бенкетувати στα ελληνικά - συμπόσιο, πανδαισία, γιορτή, πανηγύρι, γιορτής, γλέντι, εορτή
- брязкітка στα ελληνικά - bryazkitka
- краплина στα ελληνικά - καταβρέχω, ρανίδα, ουγκιά, παιδάκι, μικρό παιδί, tOT, tOT της, ...
- марка στα ελληνικά - γραμματόσημο, χαρτόσημα, μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος
Τυχαίες λέξεις
Присвоювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διορίζω, προσφέρω, αναθέτω, σφετερίζομαι, αποδίδω, χορηγώ, συσκέπτομαι, κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Μεταφράσεις: διορίζω, προσφέρω, αναθέτω, σφετερίζομαι, αποδίδω, χορηγώ, συσκέπτομαι, κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες