Присвятити στα ελληνικά
Μετάφραση: присвятити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφιερώνω, αφιερώσει, αφιερώνουν, αφιερώσω, αφιερώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амбулаторний στα ελληνικά - περιπατητικός, περιπατητικούς, πλανόδιου, βάδισης, κινητών ονάδων
- вена στα ελληνικά - φλέβα, φλέβας, πνεύμα, φλεβική, φλεβικής
- заздрісний στα ελληνικά - ζηλόφθονος, ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλεύει, ζηλέψει, ζηλεύουν
- крамниця στα ελληνικά - ψωνίζω, προδίδω, βάζω, μαγαζί, αποθηκεύω, κατάστημα, shop, ...
Τυχαίες λέξεις
Присвятити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφιερώνω, αφιερώσει, αφιερώνουν, αφιερώσω, αφιερώσουν
Μεταφράσεις: αφιερώνω, αφιερώσει, αφιερώνουν, αφιερώσω, αφιερώσουν