Прискіпливий στα ελληνικά
Μετάφραση: прискіпливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γρήγορος, γοργός, επιλεκτικοί, ιδιότροποι, κρίσιμος, picky, κρίσιμοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- булочка στα ελληνικά - κότσος, ρολό, roll, κύλινδρο, ρολού, ονομαστική
- винятково στα ελληνικά - μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για
- виступ στα ελληνικά - φρύδι, διεύθυνση, τη διεύθυνση, η διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθυνση
- книга στα ελληνικά - καπαρώνω, βιβλίο, βιβλιάριο, βιβλίου, το βιβλίο, βιβλίων, λογιστική
Τυχαίες λέξεις
Прискіпливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γρήγορος, γοργός, επιλεκτικοί, ιδιότροποι, κρίσιμος, picky, κρίσιμοι
Μεταφράσεις: γρήγορος, γοργός, επιλεκτικοί, ιδιότροποι, κρίσιμος, picky, κρίσιμοι