Присягатися στα ελληνικά

Μετάφραση: присягатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Присягатися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відбити στα ελληνικά - απίθανος, παλέψουν, καταπολεμήσει, παλεψει μακριά, καταπολέμηση της στα ανοικτά, καταπολεμήσουν τον
  • душ στα ελληνικά - ντους, επιδαψιλεύω, ντουζιέρα, μπανιέρα, ντουζ, ντουζιέρας
  • заволодівати στα ελληνικά - απορροφώ, απασχολώ, καταλαμβάνω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, ...
  • лівійський στα ελληνικά - ψείρα, Λίβυος, λιβυκός, Λιβύης, Λιβυκό, της Λιβύης
Τυχαίες λέξεις
Присягатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν