Прихильник στα ελληνικά

Μετάφραση: прихильник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δορυφόρος, οπαδός, μαθητής, τραμπούκος, αυτοκόλλητο, υποστηρικτής, υποστηρικτή, υποστηρικτής της, οπαδών
Прихильник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вирва στα ελληνικά - χωνί, φουγάρο, κρατήρας, Vyrva
  • вісімка στα ελληνικά - οκτάβα, οκτάβας, της οκτάβας, οκτάβες
  • знесилля στα ελληνικά - ατονία, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
  • корч στα ελληνικά - σπασμός, απροσδόκητο εμπόδιο, κολοβός, SNAG, τη SNAG, από τη SNAG
Τυχαίες λέξεις
Прихильник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δορυφόρος, οπαδός, μαθητής, τραμπούκος, αυτοκόλλητο, υποστηρικτής, υποστηρικτή, υποστηρικτής της, οπαδών