Приєднування στα ελληνικά
Μετάφραση: приєднування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορρόφηση, ασυνάρτητος, pryyednuvannya
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дорослий στα ελληνικά - ενήλικας, ενήλικος, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
- кореспондент στα ελληνικά - απεσταλμένος, ανταποκριτής, ανταποκριτή, ανταποκρίτρια, ανταποκριτριών, ανταποκριτών
- кушнір στα ελληνικά - γουναράς, furrier, γουναράδων, γουνοποιού, γούνα
- лункий στα ελληνικά - ηχηρός, ήχους, κουδούνισμα, ήχων, χτυπά, χτυπάει
Τυχαίες λέξεις
Приєднування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορρόφηση, ασυνάρτητος, pryyednuvannya
Μεταφράσεις: απορρόφηση, ασυνάρτητος, pryyednuvannya