Ασυνάρτητος στα ουκρανικά
Μετάφραση: ασυνάρτητος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приєднування, увімкнення, зарахування, нескладний, незв'язний, бессвязних, безладний, безладна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυνάρτητος
ασυνάρτητος συνώνυμο, ασυνάρτητος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασυνάρτητος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ασυμμετρία στα ουκρανικά - асиметрія
- ασυμφωνία στα ουκρανικά - протиріччя, розбрат, суперечність, розлад, розбіжність, дисонанс, неподібність, ...
- ασυνέπεια στα ουκρανικά - неувагу, неувага, неуважність, невідповідність
- ασυνήθιστα στα ουκρανικά - екстраординарно, незвично, незвичайно, надзвичайно, незвичайне
Τυχαίες λέξεις
Ασυνάρτητος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: приєднування, увімкнення, зарахування, нескладний, незв'язний, бессвязних, безладний, безладна
Μεταφράσεις: приєднування, увімкнення, зарахування, нескладний, незв'язний, бессвязних, безладний, безладна