Провести στα ελληνικά

Μετάφραση: провести, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξοδεύω, συμπεριφορά, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Провести στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брівка στα ελληνικά - άκρη, χείλος, περιστόμιο, μέτωπο, φρύδι, φρυδιού, brow, ...
  • вироджуватися στα ελληνικά - έκφυλος, εκφυλίζομαι, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
  • вмістище στα ελληνικά - δοχείο, περιέκτη, δοχείου, περιέκτης, εμπορευματοκιβωτίων
  • зіпсуватися στα ελληνικά - χάνομαι, Fritz, Ο Fritz, τον Fritz, του Fritz, στον Fritz
Τυχαίες λέξεις
Провести στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξοδεύω, συμπεριφορά, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά