Ξοδεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: ξοδεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
витратити, провадити, провести, виснажувати, витрачати, витрачатиму
Ξοδεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξοδεύω

ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ξοδεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ξιφασκία στα ουκρανικά - забір, паркан, обгородження, огородження, огорожу, огорожа, обгороджування, ...
  • ξιφολόγχη στα ουκρανικά - багнет, штик
  • ξυλεία στα ουκρανικά - ліс, деревина, лісоматеріал, лісоматеріали
  • ξυλώδης στα ουκρανικά - лінія, деревне, деревний, дерев'яний, дерев'яне, деревинне
Τυχαίες λέξεις
Ξοδεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: витратити, провадити, провести, виснажувати, витрачати, витрачатиму