Провідний στα ελληνικά
Μετάφραση: провідний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυναμικός, κορυφή, δυνατός, ισχυρός, κύριος, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, οδηγώντας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- братки στα ελληνικά - πανσές, πανσέ, pansy, πούστης, παιδεραστής
- витиснення στα ελληνικά - εκτόπισμα, μετατόπιση, μετατόπισης, μετατοπίσεως, εκτοπίσματος
- грандіозний στα ελληνικά - κολοσσιαίος, μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, μεγάλο, Μεγάλου, grand
- крота στα ελληνικά - πλήθος, τυφλοπόντικας, mole, γραμμομόριο, γραμμομόρια, γραμμομοριακή
Τυχαίες λέξεις
Провідний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυναμικός, κορυφή, δυνατός, ισχυρός, κύριος, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, οδηγώντας
Μεταφράσεις: δυναμικός, κορυφή, δυνατός, ισχυρός, κύριος, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, οδηγώντας