Ισχυρός στα ουκρανικά

Μετάφραση: ισχυρός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вексель, переконливий, дієвий, ведучий, строгий, дужий, високий, могутність, діючий, надмірний, підсилений, дійовий, провідний, тугий, потужний, могутній, сильний, найпотужніший, потужне
Ισχυρός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισχυρός

ισχυρός μαγνήτης, ισχυρός συνώνυμο, ισχυρόσ κλονισμόσ, ισχυρός σεισμός, ισχυρός συνωνυμα, ισχυρός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ισχυρός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ισχυρογνώμονας στα ουκρανικά - заповзятий, наполегливий, впертий, упертий, Упертий, вперта, уперта
  • ισχυρογνώμων στα ουκρανικά - заповзятий, затятий, упертий, наполегливий, впертий, Упертий, вперта, ...
  • ισχύς στα ουκρανικά - ваговитість, чинність, дійсність, потужність
  • ισχύων στα ουκρανικά - обґрунтований, дійсний, вагомий, ток, струм
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вексель, переконливий, дієвий, ведучий, строгий, дужий, високий, могутність, діючий, надмірний, підсилений, дійовий, провідний, тугий, потужний, могутній, сильний, найпотужніший, потужне