Прогинатися στα ελληνικά
Μετάφραση: прогинатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρεμάω, βουλιάζω, γέρνω, SAG, κρεμάει, η SAG, την SAG
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безпощадний στα ελληνικά - απόκεντρος, ψυχρός, απομακρυσμένος, απόμακρος, ανηλεής, ανελέητες, ανελέητο, ...
- залягання στα ελληνικά - γεγονός, περιστατικό, συμβάν, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση
- затвердіння στα ελληνικά - εδραίωση, συμπύκνωση, στερεοποίηση, στερεοποίησης, στερεοποιήσεως, τη στερεοποίηση, την στερεοποίηση
- згущення στα ελληνικά - συγκέντρωση, συμπύκνωση, συμπύκνωσης, συμπυκνώσεως, η συμπύκνωση, τη συμπύκνωση
Τυχαίες λέξεις
Прогинатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρεμάω, βουλιάζω, γέρνω, SAG, κρεμάει, η SAG, την SAG
Μεταφράσεις: κρεμάω, βουλιάζω, γέρνω, SAG, κρεμάει, η SAG, την SAG