Βουλιάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: βουλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осідання, прогинатися, прогнутися, осідати, раковина, мушля, умивальник
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουλιάζω
ονειροκρίτης βουλιάζω, βουλιάζω συνώνυμο, βουλιάζω στίχοι, βουλιάζω μέσα μου πολλά καράβια, βουλιάζω μέσα μου, βουλιάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βουλιάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βουκολικός στα ουκρανικά - сільський, буколічний, буколічні
- βουλή στα ουκρανικά - парламент, будинок, дім, дом, додому, будинку
- βουλιμία στα ουκρανικά - жадібність, булімія, булимия
- βουλώνω στα ουκρανικά - пута, засмічення, конопатіть, конопатити, веснянкуватий
Τυχαίες λέξεις
Βουλιάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: осідання, прогинатися, прогнутися, осідати, раковина, мушля, умивальник
Μεταφράσεις: осідання, прогинатися, прогнутися, осідати, раковина, мушля, умивальник