Продовжуватися στα ελληνικά
Μετάφραση: продовжуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντέχω, υπομένω, να συνεχίσει, συνεχίσει, να συνεχίσουν, συνεχίζουν, συνεχίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- важливість στα ελληνικά - σπουδαίος, σοβαρότητα, σημαντικός, σπουδαιότητα, σημασία, σημασίας, σημαντικό, ...
- застоятися στα ελληνικά - zastoyatysya
- звинувачувати στα ελληνικά - κατηγορώ, εγκαλώ, κλητεύω, άρθρο, καταγγέλλω, ευθύνη, μομφή, ...
- компрометація στα ελληνικά - αμφισβητώ, εξευτελίζω, δυσφήμηση, δυσφήμιση, υποτίμηση, απαξίωση, δυσφημιστικό
Τυχαίες λέξεις
Продовжуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντέχω, υπομένω, να συνεχίσει, συνεχίσει, να συνεχίσουν, συνεχίζουν, συνεχίσουν
Μεταφράσεις: αντέχω, υπομένω, να συνεχίσει, συνεχίσει, να συνεχίσουν, συνεχίζουν, συνεχίσουν