Прослідкувати στα ελληνικά
Μετάφραση: прослідкувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνάγω, συμπεραίνω, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барометр στα ελληνικά - βαρόμετρο, το βαρόμετρο, βαρομέτρου, βαρόμετρου, βαρόμετρο για
- випорожнення στα ελληνικά - κένωση, άδειασμα, εκκένωση, το άδειασμα, την εκκένωση
- голка στα ελληνικά - ακανθώδης, δύσκολος, βελόνα, ευερέθιστος, βελόνας, βελόνης, βελόνη, ...
- гусінь στα ελληνικά - κάμπια, Caterpillar, της Caterpillar, κάμπιας, η Caterpillar
Τυχαίες λέξεις
Прослідкувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνάγω, συμπεραίνω, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
Μεταφράσεις: συνάγω, συμπεραίνω, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε