Συνάγω στα ουκρανικά
Μετάφραση: συνάγω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виводити, прослідити, вивести, прослідкувати, виводитиме
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνάγω
συνάγω ετυμολογία, συνάδω ορισμός, συνάγω συμπέρασμα, συνάγω συνώνυμα, συνάγω συνάγω, συνάγω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνάγω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συμψηφισμός στα ουκρανικά - компенсація, винагорода, відшкодовування, компенсації, компенсацію
- συν στα ουκρανικά - багатоклітинний, плюс
- συνάδελφος στα ουκρανικά - співробітник, шанувальник, пару, колега, парубок, товариш, колего
- συνάλλαγμα στα ουκρανικά - обміняти, валютний, обмін, міняти, мінятися, валюта, обмінятися, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνάγω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: виводити, прослідити, вивести, прослідкувати, виводитиме
Μεταφράσεις: виводити, прослідити, вивести, прослідкувати, виводитиме