Простувати στα ελληνικά
Μετάφραση: простувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φόρα, δρασκελιά, βήμα, κυνηγώ, παγανίζω, ρυθμός, στέλεχος, πάμε για, πάει για, πηγαίνετε για, πάτε για, πάνε για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альтруїзм στα ελληνικά - φιλαλληλία, αλτρουϊσμός, αλτρουισμό, αλτρουισμός, αλτρουισμού
- вентилятор στα ελληνικά - βεντάλια, οπαδός, ανεμιστήρας, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα
- візуалізація στα ελληνικά - οπτικά, οραματισμός, οπτικοποίηση, απεικόνιση, απεικόνισης, οπτικοποίησης
- маїс στα ελληνικά - μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, αραβόσιτος, αραβοσίτου, αραβόσιτο, τον αραβόσιτο, αραβόσιτου
Τυχαίες λέξεις
Простувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φόρα, δρασκελιά, βήμα, κυνηγώ, παγανίζω, ρυθμός, στέλεχος, πάμε για, πάει για, πηγαίνετε για, πάτε για, πάνε για
Μεταφράσεις: φόρα, δρασκελιά, βήμα, κυνηγώ, παγανίζω, ρυθμός, στέλεχος, πάμε για, πάει για, πηγαίνετε για, πάτε για, πάνε για