Профінансувати στα ελληνικά

Μετάφραση: профінансувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρηματοδοτώ, κεφάλαιο, Ταμείο, Ταμείου, του Ταμείου, Αμοιβαίο Κεφάλαιο
Профінансувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • віддача στα ελληνικά - χρήσιμος, παραγωγή, εξόδου, έξοδο, παραγωγής, έξοδος
  • дикун στα ελληνικά - άγριος, βάρβαρος, Savage, άγρια, άγριο, άγριες
  • жалкий στα ελληνικά - ακατάστατος, συμπονετικός, θλιβερή, αξιοθρήνητη, αξιολύπητη, αξιοθρήνητα
  • ледь στα ελληνικά - ελαφρώς, λίγο, ελαφρά, ελάχιστα, κάπως
Τυχαίες λέξεις
Профінансувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρηματοδοτώ, κεφάλαιο, Ταμείο, Ταμείου, του Ταμείου, Αμοιβαίο Κεφάλαιο