Прямовисний στα ελληνικά

Μετάφραση: прямовисний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευθύς, ντόμπρος, απόκρημνος, μπλόφα, καθαρός, απότομος, όρθιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση
Прямовисний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • видозмінити στα ελληνικά - τροποποιώ, μετατρέπω, αλλάζω, παραποιώ, τροποποιήσει, να τροποποιήσει, τροποποιούν, ...
  • добрість στα ελληνικά - καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ
  • житло στα ελληνικά - κατοικία, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
  • засудіть στα ελληνικά - μέμφομαι, καταδικάζω, καταδικάζουμε, καταδικάζουν, καταδικάσουν, καταδικάσουμε
Τυχαίες λέξεις
Прямовисний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευθύς, ντόμπρος, απόκρημνος, μπλόφα, καθαρός, απότομος, όρθιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση