Прямої στα ελληνικά
Μετάφραση: прямої, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπλόφα, ντόμπρος, ευθύς, ευθεία, ίσια, ευθείας, ευθείες
Μεταφράσεις
- вимикання στα ελληνικά - κλείσιμο, τερματισμού, διακοπή λειτουργίας, τερματισμού λειτουργίας, shutdown
- вузлик στα ελληνικά - δέσμη, συσσωρεύσει, ομαδοποιούν, συνενώνουν, δέσμες
- відділ στα ελληνικά - διχασμός, μεραρχία, τμήμα, διαίρεση, τομή, ενότητα, παράγραφο, ...
- вісмут στα ελληνικά - βισμούθιο, βισμούθιου, βισμουθίου, του βισμούθιου, το βισμούθιο
Τυχαίες λέξεις
Прямої στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπλόφα, ντόμπρος, ευθύς, ευθεία, ίσια, ευθείας, ευθείες
Μεταφράσεις: μπλόφα, ντόμπρος, ευθύς, ευθεία, ίσια, ευθείας, ευθείες