Псаломщик στα ελληνικά
Μετάφραση: псаломщик, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόλουθος, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως
![Псаломщик στα ελληνικά Псаломщик στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-15643.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- балакучість στα ελληνικά - αφέντης, άρχοντας, λόρδος, φλυαρώ, φλυαρία, πολυλογία, GAB, ...
- бульвар στα ελληνικά - λεωφόρος, λεωφόρο, Boulevard, λεωφόρου
- волю στα ελληνικά - θα, θα είναι, θα το, βούληση
- запозичання στα ελληνικά - υιοθεσία, υιοθέτηση, zapozychannya
Τυχαίες λέξεις
Псаломщик στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόλουθος, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως
Μεταφράσεις: ακόλουθος, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως