Псаломщик στα ελληνικά

Μετάφραση: псаломщик, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόλουθος, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως
Псаломщик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балакучість στα ελληνικά - αφέντης, άρχοντας, λόρδος, φλυαρώ, φλυαρία, πολυλογία, GAB, ...
  • бульвар στα ελληνικά - λεωφόρος, λεωφόρο, Boulevard, λεωφόρου
  • волю στα ελληνικά - θα, θα είναι, θα το, βούληση
  • запозичання στα ελληνικά - υιοθεσία, υιοθέτηση, zapozychannya
Τυχαίες λέξεις
Псаломщик στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόλουθος, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως