Ακόλουθος στα ουκρανικά
Μετάφραση: ακόλουθος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
помічник, супровідний, служитель, псаломщик, оператор, прислужник, після, по
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακόλουθος
ακόλουθος τύπου, ακόλουθος της άρτεμης, ακόλουθος τάσης, ακόλουθος αφροδίτης, ακόλουθος εκπομπού, ακόλουθος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ακόλουθος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ακυρώνω στα ουκρανικά - знищити, відшкодування, касувати, відшкодовування, оплата, анулювати, прати, ...
- ακόλαστος στα ουκρανικά - розпутний, розпусник, Распутник, розпутник
- ακόμα στα ουκρανικά - урівноважений, навіть, рівномірний, учора, вчора, справедливий, ще
- ακόνι στα ουκρανικά - жорно, точильний камінь
Τυχαίες λέξεις
Ακόλουθος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: помічник, супровідний, служитель, псаломщик, оператор, прислужник, після, по
Μεταφράσεις: помічник, супровідний, служитель, псаломщик, оператор, прислужник, після, по