Пульсувати στα ελληνικά

Μετάφραση: пульсувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γογγύζω, δονούμαι, παλμός, πάλομαι, πάλλω, throb, σφύζουν
Пульсувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аналогічно στα ελληνικά - αρέσκεια, παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων
  • бобіна στα ελληνικά - μασούρι, κουβαρίστρα, πηνίο, μπομπίνα, μπομπίνας
  • бойлер στα ελληνικά - καζάνι, καυστήρας, λέβητας, λέβητα, του λέβητα, boiler, μπόιλερ
  • заблудлий στα ελληνικά - wildered
Τυχαίες λέξεις
Пульсувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γογγύζω, δονούμαι, παλμός, πάλομαι, πάλλω, throb, σφύζουν