Λέξη: ελλειπτικός

Σχετικές λέξεις: ελλειπτικός

ελλειπτικός γαλαξίας, ελλειπτικός λόγος, ελλειπτικός κύλινδρος, ελλειπτικός κύκλος

Συνώνυμα: ελλειπτικός

ελαττωματικός, ελλιπής, σκάρτος

Μεταφράσεις: ελλειπτικός

ελλειπτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defective, elliptical, elliptic

ελλειπτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
defectuoso, defectivo, deficiente, elíptico, elíptica, elípticas, elıptica, elípticos

ελλειπτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mangelhafte, fehlerhaft, elliptisch, elliptischen, elliptische, Ellipsen, elliptischer

ελλειπτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vicieux, fautif, défectif, défectueux, elliptique, elliptiques, ellipse, vélo elliptique

ελλειπτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guasto, difettoso, ellittico, ellittica, ellittiche, forma ellittica, di forma ellittica

ελλειπτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imperfeito, evacuar, elíptico, elíptica, elípticas, elípticos, aparelho elíptico

ελλειπτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebrekkig, defect, elliptisch, elliptische, ellipsvormige, elliptische trainer, ellipsvormig

ελλειπτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бракованный, неполноценный, дефектный, поврежденный, ошибочный, неисправный, несовершенный, дефективный, недостаточный, неполный, эллиптический, эллиптической, эллиптические, эллиптическая, эллиптическую

ελλειπτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mangelfull, elliptisk, elliptiske, Ellipsetrener, ellipsetreneren, ellipseformet

ελλειπτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bristfällig, defekt, elliptisk, elliptiska, elliptiskt, ellipsformade, ellipsformiga

ελλειπτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huono, viallinen, kehno, defektiivinen, epätäydellinen, elliptinen, elliptisen, ellipsin, elliptisiin, elliptiset

ελλειπτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
elliptisk, elliptiske, ellipseformet, ellipseformede

ελλειπτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
defektní, chybný, neúplný, vadný, eliptický, elipsovitý, eliptické, eliptická, eliptického

ελλειπτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
defektowy, niepełnowartościowy, wadliwie, wadliwy, ułomny, eliptyczny, eliptyczne, eliptyczna, eliptycznego, eliptycznym

ελλειπτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tökéletlen, elliptikus, ellipszis, ellipszis alakú, az elliptikus

ελλειπτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kusurlu, eliptik, elips, eliptik bir, oval, elips şeklinde

ελλειπτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пошкоджений, дефектний, недосконалий, еліптичний

ελλειπτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mangët, eliptik, eliptike, vezak

ελλειπτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
елиптичен, елипсовиден, елипсовидна, елиптична, елипсовидни

ελλειπτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эліптычны, эліптычныя

ελλειπτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puudulik, vigane, elliptiline, elliptilised, elliptilise, ellipsikujuline, ellipsikujuliste

ελλειπτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pogrešan, manjkav, eliptičan, Elipsoidni, eliptična, eliptični, eliptične

ελλειπτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sporöskjulaga, Sporöskjulagað, sporbaugslaga

ελλειπτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
elipsinis, elipsės formos, elipsės, elipsinė, elipsiniai

ελλειπτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eliptisks, elipsveida, eliptiskas, elipses, eliptiska

ελλειπτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
елипсовидна, елиптична, елиптични, елипсовиден, елипсовидни

ελλειπτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
eliptic, eliptice, eliptică, eliptica

ελλειπτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
eliptična, eliptične, eliptični, eliptično, elipsasta

ελλειπτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
eliptický, eliptických, eliptické, elipsovitý, brzdný
Τυχαίες λέξεις