Підважувати στα ελληνικά

Μετάφραση: підважувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξογκώνω, φουσκώνω, πρήζω, pidvazhuvaty
Підважувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гидке στα ελληνικά - θυρίδα, άσχημος, Ugly, άσχημη, άσχημο, άσχημα
  • діаметр στα ελληνικά - διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου, με διάμετρο
  • зайдиголова στα ελληνικά - ονειροπόλος, ονειροπόλο, ονειροπόλου, ονειρευόμενος, ονειρευτή
  • засмоктування στα ελληνικά - επιρροή, επενέργεια, επενεργώ, αναρρόφηση, αναρρόφησης, αναρροφήσεως, απορρόφησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Підважувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξογκώνω, φουσκώνω, πρήζω, pidvazhuvaty