Λέξη: ευλάβεια
Σχετικές λέξεις: ευλάβεια
ευλάβεια in english, ευλάβεια ετυμολογία, ευλάβεια συνώνυμα, ευλάβεια ταινια, ευλάβεια τι σημαινει, ευλάβεια λεξικο, ευλάβεια ορισμος, ευλάβεια ομόρριζα, ευλάβεια βικιλεξικο, ευλάβεια συνώνυμο
Συνώνυμα: ευλάβεια
ευσέβεια, λατρεία, αφιέρωση, σέβας, σεβασμιότητα, κατάνυξη, ειλικρίνεια, υποκριτική, προσεκτικότης, προσεκτικότητα
Μεταφράσεις: ευλάβεια
ευλάβεια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
devotion, reverence, piety, devoutness, devoutly
ευλάβεια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dedicación, devoción, reverencia, veneración, la reverencia, respeto, temor
ευλάβεια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuwendung, andacht, verehrung, hingabe, Ehrfurcht, Verehrung, Ehrerbietung, Ehrfurcht vor, Andacht
ευλάβεια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
religiosité, soumission, vénération, piété, dévotion, dévouement, affection, attachement, récollection, révérence, respect, la révérence, la vénération
ευλάβεια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
devozione, riverenza, venerazione, rispetto, reverenza, la riverenza
ευλάβεια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reverência, a reverência, veneração, reverencia, reverence
ευλάβεια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eerbied, verering, respect, ontzag, reverence
ευλάβεια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приверженность, увлечение, посвящение, набожность, молитва, преданность, почтение, благоговение, почитание, благоговением, благоговение перед
ευλάβεια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ærbødighet, ærefrykt, respekt, ærbødig, ærbødigheten
ευλάβεια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
andakt, vördnad, pietet, vördnaden, aktning, vörda
ευλάβεια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
antaumus, kunnioitus, into, antautuminen, kunnioitusta, kunnioituksen, kunnioituksella, kunnioituksesta
ευλάβεια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ærbødighed, ærefrygt, ærbødigheden, ærbødighed over
ευλάβεια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zanícení, oddanost, nábožnost, zbožnost, úcta, úctu, úctě, úcty, uctivost
ευλάβεια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
religijność, dewocja, pobożność, nabożeństwo, poświęcenie, oddanie, cześć, szacunek, czci, szacunku, szacunkiem
ευλάβεια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rajongás, tisztelet, tisztelettel, áhítat, kegyeleti, áhítatot
ευλάβεια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşkünlük, bağlılık, hürmet, saygı, büyük saygı, reverence
ευλάβεια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посвячення, присвяту, повагу, шанування, повага, вшанування, пошану
ευλάβεια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nderim, nderimi, përmbys, përkulje, nderim të
ευλάβεια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преданост, благоговение, почит, уважение, страхопочитание, преклонение
ευλάβεια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
павага, пашану, павагу, шанаванне, пашана
ευλάβεια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
andumus, pühendumus, aukartus, austusest, allaheitlikkuse, aupaklikkus, aupaklikkuse
ευλάβεια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljubav, privrženost, štovanje, odanost, predanost, poštovanje, pobožnost, poštovanjem, duboko poštovanje
ευλάβεια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lotningu, Lotning, óttast
ευλάβεια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuolankumas, pagarba, garbinimas, garbinti, didelė pagarba
ευλάβεια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
godbijība, bijība, godbijības, godbijību, cienīt
ευλάβεια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
почит, почитување, почитувањето, благоговение, длабока почит
ευλάβεια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reverență, respect, venerație, evlavie, reverența
ευλάβεια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čaščenje, Spoštovanje, spoštljivost, poklon in globoko predanost
ευλάβεια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úcta, rešpektovanie, rešpekt, dodržiavanie, rešpektovania
Τυχαίες λέξεις