Підвищувати στα ελληνικά

Μετάφραση: підвищувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνω, βελτιώνω, εντείνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Підвищувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • від στα ελληνικά - μακριά, για, από, από την, από το, από τις, από τη
  • з'їсти στα ελληνικά - καταβροχθίζω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
  • замалий στα ελληνικά - τύπος, δερμάτινος, παιδί, τσιγγούνης, skimpy, ελλιπής, τσιγκούνικος, ...
  • краплина στα ελληνικά - καταβρέχω, ρανίδα, ουγκιά, παιδάκι, μικρό παιδί, tOT, tOT της, ...
Τυχαίες λέξεις
Підвищувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνω, βελτιώνω, εντείνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει