Εντείνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εντείνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підвищтеся, підвищити, підвищувати, активізувати, активувати
Εντείνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντείνω

επεκτείνω στα αγγλικα, επεκτείνω αγγλικα, εντείνω βικιλεξικο, εντείνω συνώνυμο, εντείνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εντείνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εντατικοποίηση στα ουκρανικά - інтенсивно, інтенсифікація
  • εντατικός στα ουκρανικά - напруженість, енергія, сила, намір, глибина, глибочінь, інтенсивний, ...
  • εντελώς στα ουκρανικά - зовсім, повністю, цілком, загалом, пирій, цілковито
  • εντοιχισμένος στα ουκρανικά - відповідають, пристосований, прилаштований, заглиблене, заглиблених, Заглубленная, заглибленою, ...
Τυχαίες λέξεις
Εντείνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підвищтеся, підвищити, підвищувати, активізувати, активувати