Підкоряти στα ελληνικά

Μετάφραση: підкоряти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποτάσσω, κατακτώ, πούπουλο, κάτω, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Підкоряти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автомобілісти στα ελληνικά - αυτοκινητιστές, οδηγούς, οδηγοί, τους αυτοκινητιστές, οδηγών
  • балюстрада στα ελληνικά - κιγκλίδωμα, κιγκλιδώματος, κάγκελα, παραπέτο, κάγκελο
  • віл στα ελληνικά - ακριβής, βόδι, ox, βοδιού, οχ, το βόδι
  • давка στα ελληνικά - συνωστισμός, ζουλώ, συνθλίβω, πλήθος, κοσμοσυρροή, throng, άλλο πλήθος, ...
Τυχαίες λέξεις
Підкоряти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποτάσσω, κατακτώ, πούπουλο, κάτω, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν