Підніматися στα ελληνικά
Μετάφραση: підніматися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, στήθος, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Μεταφράσεις
- волокно στα ελληνικά - ίνα, νημάτιο, ινών, ίνες, ίνας, φυτικές ίνες
- ворушіння στα ελληνικά - ανακατεύω, κινώ, αναδεύω, κινούμαι, ταραχή, ανάδευσης, αναδεύσεως, ...
- захвату στα ελληνικά - είσοδος, απόλαυση, χαρά, ευχαρίστηση, απόλαυσης, την απόλαυση
- зрада στα ελληνικά - προδοσία, προδοσίας, την προδοσία, η προδοσία, της προδοσίας
Τυχαίες λέξεις
Підніматися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, στήθος, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Μεταφράσεις: ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, στήθος, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται