Λέξη: παραίτηση
Σχετικές λέξεις: παραίτηση
παραίτηση από το δημόσιο, παραίτηση από δικόγραφο, παραίτηση εκπαιδευτικών, παραίτηση από κατάσχεση εις χείρας τρίτου, παραίτηση παπούλια, παραίτηση διαχειριστή επε, παραίτηση από ένδικα μέσα, παραίτηση από επιταγή προς πληρωμή, παραίτηση από δικαίωμα, παραίτηση χαρακόπουλου
Συνώνυμα: παραίτηση
παραίτηση από ένα δικαίωμα, παραίτηση από την εξουσία, παραίτηση από το θρόνο, εγκαρτέρηση, υπόκυψη, υποταγή
Μεταφράσεις: παραίτηση
παραίτηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
resignation, waiver, abdication, relinquishment, waiving
παραίτηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
renuncia, dimisión, resignación, la renuncia, la resignación
παραίτηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rücktritt, abschiedsgesuch, resignation, Rücktritt, Resignation, Austritt, Verzicht, Kündigung
παραίτηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abandonnement, abdication, traînée, résignation, démission, cession, renonciation, la démission, la résignation, de démission
παραίτηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rassegnazione, dimissioni, rinuncia, le dimissioni, di dimissioni
παραίτηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
renúncia, renunciar, resignar, renuncie, demissão, resignação, a renúncia, de demissão
παραίτηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gelatenheid, berusting, ontslag, aftreden, ontslagneming
παραίτηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покорность, смирение, уход, отставка, отставки, отставке, об отставке, в отставку
παραίτηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
resignasjon, fratredelse, oppsigelsen, avgang, oppsigelse
παραίτηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avskedsansökan, avgång, resignation, avgå, avgått
παραίτηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alistuminen, virkaero, ero, eroaminen, erottua, eron, eroamisen, eroamaan
παραίτηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fratræden, tilbagetræden, resignation, trådt tilbage, er trådt tilbage
παραίτηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odstoupení, rezignace, odevzdanost, rezignaci, demise, odstoupením
παραίτηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ustąpienie, wycofanie, rezygnacja, dymisja, zrzeczenie, rezygnacji, rezygnację, dymisji
παραίτηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lemondólevél, lemondás, lemondását, lemondási, meg lemondási, lemondása
παραίτηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istifa, istifası, istifasını, istifasının, istifa etmesi
παραίτηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
складати, скорятися, поступатись, підкорюватися, відставка, відставку
παραίτηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lirim, dorëheqje, dorëheqja, dorëheqja e, dorëheqjen, dorëheqjes
παραίτηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оставка, оставката, оставката на, примирение, подаване на оставка
παραίτηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адстаўка
παραίτηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahkumispalve, tagasiastumise, tagasiastumist, tagasiastumisega, tagasiastumisest
παραίτηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ostavka, ostavku, ostavke, ostavci, rezignacija
παραίτηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
störfum, af störfum, láta af störfum, láta af störfum og, Brotthvarf
παραίτηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsistatydinimas, atsistatydinimo, atsistatydinimą, atsisakymas, atsistatydina
παραίτηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atlūgums, atkāpšanās no amata, atkāpšanās, atkāpšanos, demisiju
παραίτηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оставката, оставка, оставката на, оставка на, резигнација
παραίτηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
demisie, demisia, anulare, demisiei, resemnare
παραίτηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odstop, odstopa, izstop, odstopu, ali odstop
παραίτηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rezignácia, rezignácie, odstúpenia, vzdanie, odstúpenie
Στατιστικά δημοτικότητας: παραίτηση
Τυχαίες λέξεις