Підпалювач στα ελληνικά

Μετάφραση: підпалювач, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπρηστής, εμπρηστικός, εμπρηστικές, εμπρηστική, εμπρηστικά, εμπρηστικών
Підпалювач στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • громоподібний στα ελληνικά - στεντόρειος, στεντόρεια
  • каналізація στα ελληνικά - δίκτυο αποχέτευσης, αποχέτευσης, αποχέτευση, αποχετευτικό, αποχετευτικού
  • м'язистий στα ελληνικά - μυώδης, μυϊκός, μυϊκή, μυϊκής, μυϊκό
  • марнотрат στα ελληνικά - βαθύς, βαθυστόχαστος, αυτός που ξοδεύει, Σπέντερ, Spender, Ο Σπέντερ, που ξοδεύει
Τυχαίες λέξεις
Підпалювач στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπρηστής, εμπρηστικός, εμπρηστικές, εμπρηστική, εμπρηστικά, εμπρηστικών