Підсилений στα ελληνικά
Μετάφραση: підсилений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυναμικός, δυνατός, ισχυρός, ενισχυθεί, ενισχύθηκε, ενισχυθούν, ενισχύεται, ενισχυμένη
Μεταφράσεις
- бивень στα ελληνικά - χαυλιόδοντας, μπρόσμιου, μπρόσμιος, μπρόσμιο, τον μπρόσμιο
- віддушина στα ελληνικά - διέξοδος, έξοδος, εξόδου, έξοδο, πρίζα, εξαγωγής
- дурно στα ελληνικά - απλά, απλώς, α, ένα, μια, ένας, μία
- запаяти στα ελληνικά - κολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
Τυχαίες λέξεις
Підсилений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυναμικός, δυνατός, ισχυρός, ενισχυθεί, ενισχύθηκε, ενισχυθούν, ενισχύεται, ενισχυμένη
Μεταφράσεις: δυναμικός, δυνατός, ισχυρός, ενισχυθεί, ενισχύθηκε, ενισχυθούν, ενισχύεται, ενισχυμένη