Підсилювати στα ελληνικά
Μετάφραση: підсилювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτιώνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адаптер στα ελληνικά - προσαρμογέας, προσαρμογέα, μετασχηματιστή, του προσαρμογέα, προσαρμοστή
- вітрина στα ελληνικά - περιστατικό, θήκη, βαλίτσα, υπόθεση, βιτρίνα, προθήκη, βιτρίνας, ...
- кардинал στα ελληνικά - καρδινάλιος, ορίζοντα, του ορίζοντα, καρδινάλιο, κυρίαρχη
- карти στα ελληνικά - νύχι, κάρτες, καρτών, φύλλα, τις κάρτες, χαρτιά
Τυχαίες λέξεις
Підсилювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτιώνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Μεταφράσεις: βελτιώνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση