Підійматись στα ελληνικά
Μετάφραση: підійматись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρος, βουνό, σάλος, να ανέβει, για να ανέβει, να ανέβουν, να σκαρφαλώσει, να ανεβείτε μέχρι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вихваляння στα ελληνικά - δοξολογία, εξύμνηση, δοξασμού, αποθέωση, εξύμνησης
- достаток στα ελληνικά - υγεία, αφθονία, πλούσια, ευγονία, συρροή, ευφορία, γονιμότητα, ...
- зажадати στα ελληνικά - απαιτώ, ζήτηση, ζητώ, απαίτηση, ζήτησης, της ζήτησης, τη ζήτηση, ...
- зіпсуватися στα ελληνικά - χάνομαι, Fritz, Ο Fritz, τον Fritz, του Fritz, στον Fritz
Τυχαίες λέξεις
Підійматись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρος, βουνό, σάλος, να ανέβει, για να ανέβει, να ανέβουν, να σκαρφαλώσει, να ανεβείτε μέχρι
Μεταφράσεις: όρος, βουνό, σάλος, να ανέβει, για να ανέβει, να ανέβουν, να σκαρφαλώσει, να ανεβείτε μέχρι