Пізніше στα ελληνικά

Μετάφραση: пізніше, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετά, έπειτα, πλάγιος, αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μεταγενέστερο
Пізніше στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вартовий στα ελληνικά - σκοπός, φρουρός, φύλακα, φύλακας, νυχτοφύλακα, νυχτοφύλακας
  • виразний στα ελληνικά - εύγλωττος, εκφραστικός, ευφραδής, εμφατικός, κατηγορηματικός, ρητός, σημάδι, ...
  • малоосвічений στα ελληνικά - ταπεινώνω, χαμηλώνω, άνθρωπος με κοινά γούστα, μικρής μορφώσεως, lowbrow
  • маточка στα ελληνικά - ύπερος άνθους, ύπερο, pistil, ύπερος, υπέρου
Τυχαίες λέξεις
Пізніше στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετά, έπειτα, πλάγιος, αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μεταγενέστερο